κατωρυχής

κατωρυχής
κατωρυχής, -ές (Α)
βλ. κατώρυξ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατώρυξ — ο, η (Α κατῶρυξ, ώρυχος και κατωρυχής, ές) νεοελλ. το ξύλο στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο έδαφος μόλις αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής αρχ. 1. αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («ἀγορή... λάεσσι κατωρυχέεσσ ἀραρυῑα»,… …   Dictionary of Greek

  • κατώρυχος — κατώρυχος, ον (Α) 1. ο κτισμένος μέσα στο έδαφος («οἰκήματα κατώρυχα», Δίων Κάσσ.) 2. αυτός που ζει μέσα στο έδαφος 3. (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ορίζοντα 4. (το αρσ. ως επωνύμιο) τρωγλοδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος θεματικός… …   Dictionary of Greek

  • reu-2, reu̯ǝ- : rū̆ - —     reu 2, reu̯ǝ : rū̆     English meaning: to tear out, dig out, open, acquire, etc..     Deutsche Übersetzung: “aufreißen, graben, aufwũhlen; ausreißen; raffen”     Grammatical information: participle perf. pass. rū̆ tó     Note: to part, as… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”